αμβροσιώδης

αμβροσιώδης
-ες (Α ἀμβροσιώδης) [ἀμβροσία]
ο όμοιος με αμβροσία, ευωδιαστός, γλυκός, νόστιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμβροσιωδέστατα — ἀμβροσιώδης ambrosial adverbial superl ἀμβροσιώδης ambrosial neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβροσιώδους — ἀμβροσιώδης ambrosial masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”